- καράβι
- bateau
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
καράβι — το 1. πλοίο: Σε ποιο καράβι υπηρετεί; 2. (παροιμ.) «Μεγάλο καράβι μεγάλη φουρτούνα», σημαίνει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν και μεγάλους κινδύνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… … Dictionary of Greek
αλογοκάραβο — το καράβι με το οποίο μεταφέρονται άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + καράβι] … Dictionary of Greek
καραβήσιος — ια, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καράβι («καραβήσια πανιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αγελαδ ήσιος, βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
καραβιά — Ονομασία βραχονησίδων της Ελλάδας. 1. Ομάδα δύο νησιών της Δωδεκανήσου. 2. Ομάδα βραχονησίδων του Μυρτώου πελάγους, μεταξύ Μήλου και Μονεμβασιάς. * * * η [καράβι] 1. η ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα καράβι 2. μεγάλη ποσότητα… … Dictionary of Greek
καραβιώτης — ο αυτός που εργάζεται σε καράβι, ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. ώτης (πρβλ. δεσμ ώτης, νησ ιώτης)] … Dictionary of Greek
καραβόγατος — ο 1. ο γάτος τού καραβιού 2. ναυτικός που σπάνια εγκαταλείπει το καράβι 3. ικανός ναυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + γατος (< γάτα), πρβλ. μπακαλό γατος, σπιτό γατος] … Dictionary of Greek
μπεϊλίκι — το (Μ μπεϊλίκι) κρατικό καράβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. beylik (gemi) «καράβι τού μπέη»] … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek